Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευανορία — εὐανορία, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. ευηνορία … Dictionary of Greek
ευηνορία — εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) [ευήνωρ] η ανδρεία, η γενναιότητα … Dictionary of Greek